Του Πετρου Παπακωνσταντινου*
Oποια γνώμη κι αν έχει κανείς για τις εκάστοτε πολιτικές τοποθετήσεις του Μίκη Θεοδωράκη, ένα πράγμα είναι δύσκολο να του αμφισβητήσει: την ικανότητα να αφουγκράζεται, πίσω από τις αλαζονικές κραυγές των λύκων, την εκκωφαντική σιωπή των αμνών, πίσω από τους ασήμαντους θορύβους της καθημερινότητας, τη μυστική βοή των μελλούμενων. Θυμίζει τον γλάρο που, όπως έλεγαν οι παλιοί ψαράδες, όταν πετάει στα χαμηλά, έξω στη στεριά, αναγγέλλει την επερχόμενη καταιγίδα.
Την περασμένη Τετάρτη, ο Μίκης ένιωσε την ανάγκη για μια καινούργια χαμηλή πτήση πάνω από την έρημο της εθνικής μνημονιακής κατατονίας μας. Απηύθυνε έκκληση για ένα «κίνημα ανεξάρτητων πολιτών», που το ονόμασε «Σπίθα», προφανώς γιατί οσμίζεται ότι κάτω από την παγωμένη επιφάνεια συσσωρεύεται ενέργεια πολλών γκέιζερ. Πέραν των καταγγελιών για τον κοινωνικά εξοντωτικό και εθνικά ταπεινωτικό χαρακτήρα του (επιμηκυνθέντος) Μνημονίου, ο Μίκης Θεοδωράκης έθεσε ζήτημα φαλκίδευσης της ίδιας της Δημοκρατίας: «Η μεν μειοψηφία κυβερνά, η δε πλειοψηφία είναι καταδικασμένη να υφίσταται παθητικά τις αποφάσεις της», δήλωσε στο Ιδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης», θέτοντας υπό αμφισβήτηση αν υπάρχει δημοκρατική νομιμοποίηση της ακολουθούμενης πολιτικής.
Την ίδια ώρα, η γαλλική εφημερίδα Le Monde φιλοξενούσε άρθρο του δημοσιογράφου και συγγραφέα Φρανσουά ντε Κλοζέτς, με τίτλο «Οι λαοί πληρώνουν την κρίση - Γιατί όχι οι τράπεζες;». Παρόμοιες διαισθήσεις με εκείνες του Ελληνα δημιουργού οδηγούν τον Γάλλο αρθρογράφο στο ίδιο συμπέρασμα: Οδεύουμε προς μια ιστορική κρίση της Δημοκρατίας. Ας τον ακούσουμε:
««Οι εργαζόμενοι δεν οφείλουν να πληρώσουν μια κρίση για την οποία δεν ευθύνονται». Από την Αθήνα ώς το Δουβλίνο, η ίδια φωνή διαμαρτυρίας παροτρύνει τους λαούς εναντίον των σχεδίων λιτότητας. Μέχρι πού θα φτάσει αυτή η αντίδραση; Τι θα συμβεί αν οι κυβερνήσεις δεν μπορέσουν να επιβάλουν τα δρακόντεια μέτρα που απαιτούν οι χρηματιστικές αγορές; Τι θα απογίνουν τα κράτη, όταν πολιτικές αναπόδραστες, καθότι επιβαλλόμενες έξωθεν, καταστούν ανεφάρμοστες, αφού θα απορρίπτονται στο εσωτερικό; Ηδη βρισκόμαστε στο τρίτο στάδιο μιας κρίσης, που ξεκίνησε ως χρηματοπιστωτική, επεκτάθηκε στην οικονομία και μολύνει σήμερα την πολιτική, σε βαθμό που να απειλεί με κατάρρευση του δημοκρατικού συστήματος».
Συμπτωματικά, αυτές τις μέρες έπεσε στα χέρια μου ένα μικρό βιβλίο του Γάλλου φιλόσοφου Ζακ Ρανσιέρ, με τίτλο «Μίσος για τη Δημοκρατία» (Verso, 2006). Η κεντρική ιδέα του συγγραφέα είναι ότι η ουσία της δημοκρατίας δεν βρίσκεται στο κράτος, αλλά κάτω και πέρα από αυτό: κάτω, γιατί η δημοκρατία αποτελεί πρόταγμα ισότητας, αλλά προδίδεται συστηματικά από όλα τα κράτη, που είναι με τη μια ή την άλλη μορφή ολιγαρχικά και τη χρησιμοποιούν μόνο ως βάση νομιμοποίησης. Και πέρα από το κράτος, γιατί τροφοδοτείται από την αυτόνομη δράση των πολιτών, η οποία προϋποθέτει όχι μόνο διαφορετικές απόψεις, αλλά και διαφορετικά σχέδια για τον κόσμο.
Μετά την κατάρρευση του ιστορικού κομμουνισμού, η δημοκρατία αφυδατώνεται από την έλλειψη εναλλακτικών σχεδίων και την αναγόρευση του «εκσυγχρονισμού» σε κοσμική θρησκεία. Ο «εκσυγχρονισμός», κατά τον Ρανσιέρ, συνίσταται στην τυραννική συμμαχία του πλούτου και της επιστήμης ή μάλλον της ψευδοεπιστήμης των «αδήριτων οικονομικών νόμων», που δεν αφήνει στην πολιτική παρά το ασφυκτικά στενό πεδίο της καλύτερης δυνατής προσαρμογής σε «αντικειμενικά δεδομένες» απαιτήσεις. Η απέχθεια μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού απέναντι στο «πολιτικό προσωπικό» (όρος που προκαλεί συνειρμούς με το υπηρετικό προσωπικό) είναι κάτι περισσότερο από προβλέψιμη.
Στην εκδήλωση του Μίκη Θεοδωράκη, ο καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Γεώργιος Κασιμάτης ανέφερε ότι οι «συμφωνίες ντροπής» που υπέγραψε η κυβέρνηση με την τρόικα θεμελιώνουν μια «ντε φάκτο πραξικοπηματική εξουσία στην Ελλάδα». Κι ο Φρανσουά ντε Κλοζέτς, προβλέποντας κοινωνική αναταραχή που θα εξαπλωθεί σαν χιονοστιβάδα σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, περιφερειακές, αλλά και ισχυρές, σημειώνει: «Ο πιο εκρηκτικός παράγοντας, που απειλεί να ανατρέψει τα πάντα, είναι το γνωστό σύνθημα: «Δεν κάναμε κανένα έγκλημα, δεν οφείλουμε να πληρώσουμε για τίποτα». Απλούστατα, γιατί δεν υπάρχει καμία απάντηση σ' αυτή τη θέση».
* εφημερίδα "Η Καθημερινή"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου